- σεαυτού
- και σαυτού, -ής / σεαυτοῡ και σαυτοῡ, -ῆς, ΝΑ, και ιων. τ. σεωυτοῡ και στον Όμ. σοῡ αὐτοῡ Α(αυτοπαθής αντων. β' εν. προσ. μόνο στις πλάγιες πτώσεις)1. εσένα τού ίδιου, τού ίδιου τού εαυτού σου2. φρ. α) «γνώθι σαυτόν» — γνώρισε τον εαυτό σου, μάθε ποιος είσαιβ) «κράτει σαυτού» — γίνε κύριος τού εαυτού σου, γίνε ανεξάρτητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσωπ. αντ. σύ* (γεν. σέο / σεῦ / σοῦ + οριστ. επαναλ. αὐτός (πρβλ. ἐμαυτοῦ)].
Dictionary of Greek. 2013.